ασυγκάλυπτος

ασυγκάλυπτος
η , ο [ος , ον ]
1) открытый, явный; неприкрытый; 2) не могущий быть прикрытым, скрытым

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ασυγκάλυπτος" в других словарях:

  • ασυγκάλυπτος — η, ο (Μ ἀσυγκάλυπτος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συγκαλυφθεί, ο φανερός …   Dictionary of Greek

  • ασυγκάλυπτος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δε θέλει ή δεν μπορεί κανείς να συγκαλύψει, να αποκρύψει: Η παραβίαση θεμελιωδών άρθρων του συντάγματος είναι πια ασυγκάλυπτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χάινε, Χάινριχ — (Heine, Ντίσελντορφ 1797 Παρίσι 1856). Γερμανός ποιητής και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στη Βόνη και έζησε μέσα στο ρομαντικό κλίμα. Ο Άουγκουστ Βίλχελμ Σλέγκελ ήταν δάσκαλος και σύμβουλός του. Αλλά ήδη από το νεανικό του έργο Ο ρομαντισμός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»